- ταυτοπάθεια
- η / ταὐτοπάθεια, ΝΜΑνεοελλ.-μσν.το να υφίσταται κανείς τα ίδια παθήματα με κάποιον άλλονμσν.-αρχ.η επιβολή σε κάποιον ποινής η οποία επρόκειτο να επιβληθεί σε άλλον έπειτα από συκοφαντία τού πρώτου, το να τιμωρείται κανείς με την ποινή που θα επιβαλλόταν σε κάποιον τον οποίο συκοφάντησεαρχ.αυτοπαθής σημασία, το φαινόμενο κατά το οποίο το ίδιο πρόσωπο είναι εκείνο που ενεργεί και πάσχει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)-* + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. ομοιο-πάθεια].
Dictionary of Greek. 2013.